- παραχορηγώ
- -έω, Αχορηγώ, παρέχω, δίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + χορηγώ «παρέχω, ξοδεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραχορήγημα — τὸ, Α [παραχορηγώ] 1. ο ρόλος δευτερεύοντος χορού στο αρχαίο δράμα, ο οποίος αποχωρεί από τη σκηνή όταν η παρουσία του είναι πλέον περιττή, όπως π.χ. στην τραγωδία Ευμενίδες τού Αισχύλου, οι προπομποί ή τα τέκνα τού Τρυγαίου στην κωμωδία Ειρήνη… … Dictionary of Greek